- προεκβαλλω
- προεκβάλλωπρο-εκβάλλωвыбрасывать вперед, извергать из себя
(π. τι πρό τινος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(π. τι πρό τινος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προεκβάλλω — ΝΑ νεοελλ. 1. προεκτείνω, προβάλλω 2. (αμτβ.) προεκτείνομαι, προεξέχω αρχ. 1. εκβάλλω, ρίχνω έξω κάτι προηγουμένως («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῡ πώλου», Αριστοτ.) 2. εξάγω κάτι από κάτι άλλο, αφού τό συνθλίψω… … Dictionary of Greek
προεκβολή — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προεκβάλλω, προέκταση, προεξοχή 2. συνεκδ. το τμήμα που προεξέχει 3. φρ. «προεκβολή τού δεξιού [ή τού αριστερού] ποδιού» (αθλ.) μετάθεση τού δεξιού [ή τού αριστερού] ποδιού κατευθείαν εμπρός σε ορισμένη… … Dictionary of Greek
προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… … Dictionary of Greek